ΜΙΑ ΑΛΛΟΚΟΤΗ ΧΩΡΑ
Μία φορά κι ένα καιρό σε μία χώρα μακρινή, παραμυθένια, πανέμορφη, ζούσαν χαρούμενες λέξεις. Την χώρα αυτή την λέγανε Λεξούπολη.
Εκεί πήγαιναν όλες οι λέξεις που γράφουμε και μετά σβήνουμε, κάθε φορά από τα τετράδια μας η τα βιβλία μας. Ακόμα και τα ορθογραφικά μας λάθη ζουν εκεί μαζί με τις προτάσεις, τις εκθέσεις τα κείμενα και τις παραγράφους από τα γνωστά μας κείμενα, κείμενα που έχουμε γράψει εμείς, οι συμμαθητές μας ή και γνωστοί συγγραφείς.
Σ' αυτή την χώρα, παντού υπάρχουν λουλούδια, δέντρα και όμορφες ίσιες γραμμές όπου επάνω κατοικούν τα γράμματα. Ο ουρανός είναι γαλάζιος και ο ήλιος πορφυρός και ρουμπινής. Από παντού ακούγονται φωνές από φθόγγους και όπου κοιτάξεις θα δεις χαρούμενα γράμματα που παίζουν σχοινάκι, κουτσό, ποδόσφαιρο, τάπες και κορδέλες.
Α! δεν σας είπα κάτι σημαντικό! Ελάτε πιο κοντά! Τα γράμματα και όλοι όσοι ζουν στη Λεξούπολη δεν πήγαιναν σχολείο.
Μια ζεστή, ξένοιαστη νύχτα, όταν όλοι είχαν αποκοιμηθεί κουρασμένοι από τα παιχνίδια, ένας πολυτάραχος, ραδιούργος τύπος πλησίασε τη χώρα. Ένας δυνατός, εκνευριστικό ήχος ακούστηκε από μακριά και όλοι ξύπνησαν πανικόβλητοι, όταν μια βροντερή φωνή ακούστηκε : <<Χα ! Χα ! Χα !>> Είμαι ο κύριος Μοχθηρός, δαιμόνιος, εκκεντρικός και ..... ευλύγιστος τύπος !
Εσείς θα είστε οι βοηθοί μου, είπε και διάλεξε τις πιο ανορθόγραφες λέξεις :
του κε, του πρήν, του μαιτά, τους δίδυμους σείν και πλειν του επεί και του δυά
Όλοι σήκωσαν αργά τα κεφάλια τους με μάτια κλειστά. Έπειτα άνοιξαν σιγά σιγά τα μάτια τους και με τρόμο αντίκρισαν μια τεράστια γόμα με μπλε κεφάλι και κατακόκκινο σώμα.
Κάποιος βρήκε το θάρρος να ρωτήσει :
Καιαιαι, τι θέθεθελεις από εεεμάς.
Εκείνος, θρασύδειλος όπως ήταν απάντησε καμαρωτός :
-- Θα κατακτήσω την χώρα σας !!!!
-- Δηλαδή θέλεις να γίνεις δήμαρχος ;
-- Δήμαρχος ; Βασιλιάς σας θέλεις να πείς !
Φυσικά θα φροντίσω να εξαφανίσω όσους έχουν αντίρρηση, και κάνοντας μια απότομη κίνηση, έσβησε τα δύο "π" από το <<παππού>> που δεν ήταν τόσο σβέλτος να απομακρυνθεί
-- Μέχρι αύριο πρέπει να έχετε φύγει !
Τρομαγμένοι πολλοί αποφάσισαν να φύγουν ελπίζοντας ότι μια μέρα θα μπορέσουν να ξαναγυρίσουν.
Περπατούσαν για πολύ καιρό και αφού απομακρύνθηκαν αρκετά αποφάσισαν να φτιάξουν μια άλλη χώρα, όμως πολλά γράμματα και χιλιάδες λέξεις χάθηκαν στο χάος του πλανήτη τους.
Μια μέρα έφτασε στη χώρα ένας νέος, ευγενικός, φεγγαροστολισμένος νέος. Ρωτούσε που βρίσκεται το σχολείο, όμως κανείς δεν του έδειχνε το δρόμο, γιατί δεν υπήρχε κάτι τέτοιο στη χώρα αυτή.
- Ονομάζομαι Λιέ και είμαι το εικοστό πέμπτο γράμμα της αλφαβήτα, θέλω να σας βοηθήσω, τους είπε. Θα πάω στους ανθρώπους, θα χωθώ στα διδακτικά τους βιβλία και θα φέρω ένα ευγενικό αγόρι για να διώξει τον κύριο Μοχθηρό και τους επτά βοηθούς του.
Όλοι ενθουσιάστηκαν και άρχισαν να χειροκροτούν Ο Λιέ θα έκανε ένα τόσο μεγάλο και κουραστικό ταξίδι, έχοντας μαζί του ένα καλάθι γεμάτο τελείες, κόμματα, θαυμαστικά, ερωτηματικά και άνω κάτω τελείες. Αυτά ήταν τα όπλα του ενώ στο άλλο χέρι κρατούσε ένα τεράστιο σάντουιτς με όλους τους τόνους του κόσμου. Στον ώμο του είχε ένα παγούρι γεμάτο με αποστρόφους. Ξεκίνησε να περπατά και κάποια στιγμή όταν ο ήλιος ήταν ροδαλός, στάθηκε να ξεκουραστεί και να πιεί μερικές αποστρόφους για να ξαναβρεί το ζουμερό του κόκκινο χρώμα. Μετά από ώρα έφτασε σ’ ένα καταπράσινο τοπίο με πολλά φυτά και ζώα που το είχαν σκάσει από ζωγραφιές παιδιών των δημοτικών σχολείων.
Περπατούσε μία ολόκληρη μέρα και μία ολόκληρη νύχτα όταν έφτασε σ’ ένα καταρράκτη όπου έπεφταν μολύβια και θαυμαστικά. Συνέχισε να περπατά υπερήφανος και χαμογελαστός μέχρι που έφτασε μπροστά σε μία τεράστια σκάλα. Ανέβηκε τα σκαλιά για να φτάσει στον κόσμο των ανθρώπων. Όση ώρα ανέβαινε φτερνιζόταν και άκουγε γράμματα και λέξεις. Ξαφνικά ακούστηκε ένα α,α,α.αψούουουου και ο δάσκαλος που έγραφε στον πίνακα γύρισε κατακόκκινος και νευριασμένος ψάχνοντας να βρει ποιος τον διέκοψε. Το βλέμμα του έπεσε στο μικρό Θοδωρή που ήταν ο ζαβολιάρης καις ο ταραχοποιός της τάξης. Ο Λιέ χώθηκε στο βιβλίο του Θοδωρή και του είπε την ιστορία της Λεξούπολης. Ο μικρός Θοδωρή άκουσε με προσοχή τα λόγια του Λιέ και συμφώνησε να τον βοηθήσει.
Ένα ολόλαμπρο πρωί, μετά από μέρες, κατάφεραν να φτάσουν στη χώρα του Λιέ. Ο Θοδωρής ήταν εξαντλημένος, νηστικός και διψασμένος μιας και δεν μπορούσε να φάει τόνους, ούτε να πιεί τελείες ή θαυμαστικά και αποστρόφους. Και οι δύο όμως ήταν πανέτοιμοι να αντιμετωπίσουν τον κύριο Μοχθηρό. Κρατώντας από ένα καλοξυσμένο μολύβι στα χέρια τους . προχωρούσαν αποφασισμένοι.
Ο Θοδωρής πλησίασε τον απαίσιο κύριο Μοχθηρό, ξαφνικά πέταξε το μολύβι κάτω και έβαλε το χέρι του στην τσέπη. Με γρήγορες κινήσεις έβγαλε από την τσέπη του το μπλάνκο. Τραβώντας τριάντα ίσιες γραμμές έκανε τον κύριο Μοχθηρό σαράντα κομμάτια. Την ίδια τύχη είχαν και οι βοηθοί του. Πίσω του ήταν ο Λιέ, ο βοηθός του, που γρήγορα γρήγορα έσβησε τους πέντε λιλιπούτιους βοηθούς του κυρίου Μοχθηρού ! ‘Ύστερα έδεσαν τους άλλους δύο, τους διδύμους Συν και Πλην και τους πήγαν στον καταρράκτη με τα μολύβια. Τα δύο αδέλφια ζήτησαν από τον Θοδωρή και τον Λιέ να τους συγχωρέσουν και υποσχέθηκαν να είναι καλοί από δω και πέρα, άλλωστε δεν ήθελαν οι ίδιοι να είναι βοηθοί του κυρίου Μοχθηρού, αλλά φοβόντουσαν να φέρουν αντίρρηση. Έτσι και έγινε, τους άφησαν ελεύθερους και όλοι μαζί γύρισαν πίσω στην αγαπημένη τους χώρα, την Λεξούπολη. Οι κάτοικοι της Λεξούπολης συγχώρεσαν και αυτοί με τη σειρά τους τον Συν και τον Πλην, πού ήταν τόσο αστείοι έτσι όπως έτρεμαν από το φόβο τους! Έχτισαν μάλιστα και ένα σχολείο, για να μάθουν πια να γράφουν το όνομα τους σωστά.
Όλοι οι παλιοί κάτοικοι της Λεξούπολης συνέχισαν να ζουν και πάλι όπως πριν ενώ οι δύο φίλοι , ο Λιέ και ο Θοδωρής ήταν αχώριστοι.
Όμως ο παμπόνηρος κύριος Μοχθηρός, ή μάλλον ότι είχε απομείνει από τιν κύριο Μοχθηρό, δεν είχε βάλει μυαλό και ονειρευόταν την μέρα που θα γινόταν και πάλι ο βασιλιάς της Λεξούπολης, τι κρίμα δεν ήταν καθόλου μα καθόλου ρεαλιστής.
ΑΘΗΝΑ 2011